γερακομύτης

γερακομύτης
α и ισσα , ικο с орлиным носом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γερακομύτης" в других словарях:

  • γερακομύτης — α και ισσα, ικο αυτός που έχει γαμψή μύτη …   Dictionary of Greek

  • γερακομύτης, -α, -ικο — αυτός που έχει μύτη γαμψή σαν του γερακιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιερακομύτης — ισσα, ικο αυτός που έχει γαμψή μύτη, ο γερακομύτης …   Dictionary of Greek

  • καμπουρομύτης — ο αυτός που έχει καμπουρωτή, κυρτή μύτη, γρυπός, γερακομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπούρης + μύτης (< μύτη), πρβλ. πλατσο μύτης, σουβλερο μύτης] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλόρρινος — η, ο (Μ καμπυλόρρινος, ον) αυτός που έχει κυρτή, καμπουρωτή μύτη, γερακομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καμπυλόρριν* κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»